υπαλληλία

υπαλληλία
η, Ν [υπάλληλος]
1. το να υπάγεται κανείς ή κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο, υπαγωγή («υπαλληλία εννοιών»)
2. το να είναι κανείς υπάλληλος, υπαλληλίκι
3. (περιλπτ.) το σύνολο τών υπαλλήλων·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπαλληλία — η 1. το να είναι κανείς ταγμένος κάτω από άλλον, υπαγωγή: Η υπαλληλία των εννοιών. 2. το να είναι κανείς υπάλληλος, η ιδιότητα του υπαλλήλου: Με την υπαλληλία δεν κερδίζεις ποτέ πολλά. 3. το σύνολο των υπαλλήλων, η υπαλληλική τάξη: Τα δικαιώματα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”